κεντρικόν

κεντρικόν
κεντρικός
of
masc acc sg
κεντρικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βενθύλιος, Ιωάννης — (Σμύρνη 1804 – 1854). Φιλόλογος και λόγιος. Ο Β. συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα. Σπούδασε στο Βερολίνο και ήρθε στην Ελλάδα το 1828, όπου και δίδαξε στο Κεντρικόν Σχολείον της Αίγινας. Με τις προσπάθειές του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”